κύρης — ο γεν. κύρη και κυρού, κύριος, αφέντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρῆς — κυρέω hit pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρῇς — κυρέω hit pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρης — κυρέω hit imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστροκύρης — ο (Μ καστροκύρης) ο άρχοντας τού κάστρου νεοελλ. μτφ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κύρης (< κύρης < κύριος), πρβλ. καραβο κύρης, οικοκύρης)] … Dictionary of Greek
καραβοκύρης — ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος) κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος νεοελλ. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο κύρης] … Dictionary of Greek
Duchy of Athens — Δουκᾶτον Ἀθηνῶν Vassal state* ← … Wikipedia
CURES — plurali numerô Sabinorum oppid. cui imperabat Tir. Tatius, cuius cives Quirites dicebantur; conveneruntque Romulus et Tatius in hanc sententiam; ut a duobus populis unus efficeretur, et Sabini Romam migrarent, Romaque nomen retineret, sed Romani… … Hofmann J. Lexicon universale
CYRE — I. CYRE Ceres apud Cnidios. Cael. Rhodig. l. 17. c. 27. II. CYRE fons in Cyrenaica, a quo urbi nomeu. Steph. Κυρή Callimacho, Hymn. in Apoll. Οἱ δ᾿ οὔπω πηγῆς Κυρῆς ἐδύναντο πελάςςαι Δωριέες, πυκινὴν δὲ νάπαις Α῎ζιριν ἔναιον, Ad fontem Cyren… … Hofmann J. Lexicon universale
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek